συμμορφος

συμμορφος
    σύμμορφος
    σύμ-μορφος
    2
    похожий с виду или лицом
    

(τινος и τινι NT.)

    γρᾶες καὴ θεραπαινίδων ὅ σ. ὄχλος Luc. — старухи и толпа похожих на них служанок


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συμμορφος" в других словарях:

  • σύμμορφος — of the same shape as masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμορφος — η, ο / σύμμορφος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «σύμμορφη απεικόνιση» μαθημ. μια απεικόνιση η οποία διατηρεί τις γωνίες μσν. σύμφωνος ή ταιριαστός με κάποιον ή με κάτι αρχ. 1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον 2. παρόμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… …   Dictionary of Greek

  • σύμμορφον — σύμμορφος of the same shape as masc/fem acc sg σύμμορφος of the same shape as neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμόρφοις — σύμμορφος of the same shape as masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμόρφου — σύμμορφος of the same shape as masc/fem/neut gen sg συμμορφόομαι pres imperat act 2nd sg συμμορφόομαι imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμόρφους — σύμμορφος of the same shape as masc/fem acc pl συμμορφόομαι imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμορφα — σύμμορφος of the same shape as neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμορφε — σύμμορφος of the same shape as masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμορφοι — σύμμορφος of the same shape as masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμορφώνω — συμμορφῶ, όω, ΝΑ [σύμμορφος] νεοελλ. 1. καθιστώ κάτι σύμφωνο ή ταιριαστό με κάτι άλλο («πρέπει να συμμορφώσεις τις ενεργειές σου με τις ιδέες σου») 2. μτφ. κάνω κάποιον υπάκουο, φρόνιμο, πειθαρχικό («μόνο με το ξύλο δεν πρόκειται να συμμορφώσεις… …   Dictionary of Greek

  • ξύμμορφον — σύμμορφον , σύμμορφος of the same shape as masc/fem acc sg σύμμορφον , σύμμορφος of the same shape as neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»